βύρσῃ

βύρσῃ
βύρσα
skin stripped off
fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περίτονος — η, ο / περίτονος, ον, ΝΜΑ [περιτείνω] απλωμένος, τεντωμένος γύρω από κάτι, τοιχωματικός (α. «περίτονο πέταλο τού περιτοναίου» το φύλλο τού περιτοναίου που καλύπτει εσωτερικά το τοίχωμα τής κοιλιακής κοιλότητας β. «ἀσπὶς ξυλίνη βύρσῃ βοείῃ… …   Dictionary of Greek

  • ωμοβύρσινος — ίνη, ον, ΜΑ κατασκευασμένος από ακατέργαστο δέρμα («ἀσπίσιν ὠμοβυρσίνοις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + βύρσινος (< βύρση «δέρμα»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”